ορθότομος

ορθότομος
ὀρθότομος, -ον (Μ)
αυτός που έχει εξηγηθεί σωστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + -τομος (< τέμνω), πρβλ. μεσό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ορθοτόμος — (I) ο (ΑΜ ὀρθοτόμος ον) 1. αυτός που τέμνει σε ευθεία γραμμή 2. μτφ. αυτός που καθοδηγεί σωστά, αυτός που διδάσκει τα ορθά δόγματα. επίρρ... ὀρθοτόμως (Μ) κατά την ορθή κατεύθυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + τόμος (< τέμνω), πρβλ. καινο τόμος].… …   Dictionary of Greek

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • ορθοτομία — η (ΑΜ ὀρθοτομία) [ορθοτόμος (Ι)] 1. τομή σε ευθεία γραμμή 2. μτφ. το να ακολουθεί κάποιος τον σωστό δρόμο 3. μτφ. ορθή αντίληψη τής χριστιανικής αλήθειας, ορθοδοξία νεοελλ. η χειρουργική τομή τού ορθού εντέρου …   Dictionary of Greek

  • ορθοτομώ — (ΑΜ ὀρθοτομῶ, έω) [ορθοτόμος (Ι)] 1. τέμνω σε ευθεία γραμμή, ευθυγραμμίζω τέμνοντας 2. μτφ. δίνω την ορθή κατεύθυνση, ερμηνεύω ή διδάσκω κάτι σωστά …   Dictionary of Greek

  • ՈՒՂՂԱԿՏՈՒՐ — ( ) NBH 2 0546 Chronological Sequence: 8c ա. ἱθύτομος, ὁρθότομος in rectum sectus, rectus. Ուղիղ կտրեալ. ուղիղ ձեւով. անխոտոր. անվրէպ. *(Անիւք հոգեղէնք են նշանակք) ի նոյն ի նա կոյս՝ անխոտոր եւ ուղղակտուր անուամբ (յն. ճանապարհաւ) ամենայն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”